- ἐνυπογραφή
- ἐνυπο-γρᾰφή, ἡ,A description, Dexipp.in Cat.2.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνυπογραφήν — ἐνυπογραφή description fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόδειξη — (Μαθημ.).Στα μαθηματικά, λέγοντας α. εννοούμε τη συναγωγή από μερικές προϋποθέσεις (υπόθεση) κάποιου συμπεράσματος (θέση) με τη βοήθεια ορισμένων και εντελώς καθορισμένων κανόνων. Έτσι, στο περίφημο θεώρημα του Πυθαγόρα, η υπόθεση είναι ότι ένα… … Dictionary of Greek
Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… … Dictionary of Greek
Καντούνης, Νικόλαος — (Ζάκυνθος 1767 – 1834). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής. Δεν είναι βέβαιο αν όφειλε τη ζωγραφική του εκπαίδευση σε μια σύντομη μαθητεία του κοντά στον Νικόλαο Κουτούζη ή αν, όπως αναφέρει η… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό Πεδουλά (Κύπρου) — Λειτουργεί από το 1999 σε μια αίθουσα του παλαιού δημοτικού σχολείου του χωριού, λίγα μόνο μέτρα από το βυζαντινό κατάγραφο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (15ος αι.), που είναι μία από τις εννέα εκκλησίες της Κύπρου που περιλαμβάνονται στον κατάλογο… … Dictionary of Greek
Ντομένικο Ντι Μπάρτολο — (Domenico Di Bartolo, Σιένα, περ. 1400 – 1447). Ιταλός ζωγράφος. Μέσα στο περιβάλλον της Σιένας του 15ου αι. (που χαρακτηρίζεται για τις πρωτότυπες αναπτύξεις της τοπικής γοτθικής παράδοσης, τις οποίες πραγματοποίησαν ο Σασέτα και ο Τζιοβάνι ντι… … Dictionary of Greek
Πειθίνιος — Αθηναίος αγγειογράφος του 6ου αι. π.Χ. Έγινε γνωστός από μια ενυπόγραφη ερυθρόμορφη κύλικα που ανακαλύφθηκε στο Βούλτσι της Ιταλίας και βρίσκεται στο Μουσείο του Βερολίνου. Έχει ύψος 0,13 μ. και διάμετρο 0,34 μ. και στην εξωτερική της επιφάνεια… … Dictionary of Greek
απόδειξη — η 1. το να αποδείχνει κανείς κάτι: Δεν υπάρχει απόδειξη για τον ισχυρισμό αυτό. 2. γραπτή ενυπόγραφη βεβαίωση για είσπραξη, πληρωμή, παράδοση κτλ.: Για τα χρήματα που πήρα έδωσα απόδειξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οπισθογράφηση — η ενυπόγραφη γραφτή δήλωση πίσω από τον πιστωτικό τίτλο για τη μεταβίβαση της κυριότητας ή της κατοχής ή της εντολής σε άλλον για είσπραξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)